Πέμπτη 23 Απριλίου 2020

Στο πίσω κάθισμα...

... στο πίσω κάθισμα ...

Πριν φτάσουμε εδώ, που είμαστε τώρα. 30άρηδες (θα 'θελα πολύ), 40ρηδες, 50ρηδες, 60ρηδες και βάλε. 

Οδηγούμε. Έχουμε αυτοκίνητα, που μας εκφράζουν άλλους περισσότερο, άλλους λιγότερο. Και αυτό, το τι θέλουμε, αλλάζει στο χρόνο. Κοίτα να δεις κιόλας συνεχώς, ανάλογα με τις ανάγκες, τα γούστα, τις προτεραιότητες. 

Για μας του άντρες, αλλά και τις όποιες γυναίκες, γιατί όχι, που δένονται με (το ή) τα αμάξια τους, το θεωρούμε αναπόσπαστο κομμάτι του είναι μας. Της καθημερινότητάς μας. Των ταξιδιών μας. Της ζωής μας. Του ίχνους της όποιας ιστορίας αφήνουμε πίσω μας. 
Ένα συμπλήρωμα της εικόνας μας και της παρουσίας μας, ότι και αν θέλουμε αυτό να εκφράζει, να πρεσβεύει και να εκπροσωπεί: 

Σπορ κρατήματα; Status symbol; 
Ελευθερία του καθαρού αέρα; Pussy Wagon; 
Hypermiler οικονομίας ή 400άρι; 
Ντήζελ αξιόπιστο ή ηλεκτρικό του μέλλοντος / παρόντος;
Αξιόπιστο αλλά άχρωμο άοσμο εταιρικό ανθρωπομεταφορέα ή αγωνιάρικο στις στροφές των αναβάσεων;
Σαπάκι που απλά τυχαίνει να είναι δικό μας; Το παλιό sedan του πατέρα; 
Ένα Coupe Cabriolet γκ0μεν0μαγνήτη ενός sunday Driver σε midlife crisis; 
Οικογενειακό 1,4 που τα έξοδά του τυγχάνουν τελευταίας προτεραιότητας στον οικογενειακό οικονομικό προϋπολογισμό; 
... κάτι από όλα αυτά θα είναι...

Όλα, όμως, για μας αρχίσαν κάπου στο παρελθόν, όταν οι πατεράδες μας αποφάσισαν για το δικό τους αμάξι και μας είχανε ... στο πίσω κάθισμα.

Σε κάποιο από τα αμέτρητα Datsun ή Nissan Sunny καταλυτικά ή μη, σε κάποια χιλιομετροφάγα Μερσέντα 240D. Σε κάποιο τίμιο μπλε Kadettάκι που χωρούσε 2+2 + αμέτρητα μπαγκάζια + σακούλες φαγώσιμα για το χωριό. Σε κάποιο zastava 1100 συνήθως πορτοκαλί φθαρμένου χρώματος με πάντα λαμπερούς τους προφυλακτήρες του. 

Σε μια άνετη CX ή σε ένα γαϊδουρινό Escort mk1 που έβαζε αλυσίδες για να περάσει τις χιονολασπούρες στα ορεινά χωριά. Σε κάποιο Fiat 127, 128 ή σε μια σπορτίβα Alfasud ή 33, σε ένα καθηγητικό 345 Volvo ή σε ένα Peugeot 305, σε μια BMW 316 ή ένα audi 80... μέσα σε κάποιο από αυτά ή οτιδήποτε άλλο παλιό αμάξι κάναμε τα πρώτα μας αυτοκινητιστικά βήματα... στο πίσω κάθισμα ...

Το δικό μου πίσω κάθισμα ήταν το μεσαίο. Νομή και κατοχή. Η αδερφή ποτέ δε διαμαρτύρονταν άλλωστε (για τους μη γνώστες, άτομο με νοητική καθυστέρηση). Το βλέμμα της καθισμένη από αριστερά μου συνήθως, από το παράθυρό της σταθερά εστιασμένο σε μια μακρινή απόσταση με ένα μόνιμο ημι-μειδίαμα ταξιδιάρικο που θα έκανε τη Τζοκόντα να βάλει τα κλάματα. 

Κάθισμα αφράτο σε αίσθηση, με αυτές τις τρυπούλες και αυτή την πολυκαιρισμένη πλαστικίλα, κρεμ-μπεζ απαισιότατο, με πλαστικοποιημένη υφή, που όταν τα μπούτια σου ήταν ελαφρώς ιδρωμένα μάγκωναν όταν ήταν καλοκαίρι. 

Σαν εκείνο του '89 (και όχι μόνο) που κατέβαινες να πάρεις παγωτό lucky cap από το περίπτερο και ΠΑΝΤΑ περίμενες να τύχεις αυτή τη φορά μια ασπροκόκκινη φορμουλίτσα με κίτρινο κράνος σαν του Senna. (Στα Βαφαίικα στρίβοντας για Γενισέα). Τώρα 2020, ακόμα και το περίπτερο κοντεύει να περάσει στο Βαρταλαμίδι. Κοντεύει να γίνει a thing of the past ελληνιστί.

Και το αγαπημένο μεσαίο κάθισμα, δεν ήταν καν κάθισμα καν, αλλά... Είχε την απόλυτη θέα μπροστά. Με φρουρούς μπροστάρηδες τους δύο μου ήρωες. Τη μαμά δεξιά, τον μπαμπά αριστερά. Και μπροστά ανάμεσα το υπερθέαμα της ατελείωτης ασφάλτου και ό,τι αυτή έφερνε στο πέρνα της.

Τους στύλους φωτισμού που ερχόταν και μετρούσαν με τη δική τους συχνότητα και το φως που χτυπούσε το ταμπλώ με εναλλασσόμενο swipe φωτορρυθμό. Τη διαχωριστική λωρίδα της οριζόντιας σήμανσης που οι παύλες της ερχόταν σαν ένα μουσικό equalizer. Την πινακίδα ενός ορίου ταχύτητας ή ενός άγνωστου χωριού που πρώτη φορά έβλεπες. Το κοντέρ που η βελόνα του έπαιρνε ασυνήθιστες κλίσεις και το moteur μούγκριζε με τις αποστάσεις να εκμηδενίζονται.

Στις μελαγχολικές ασπρο-πράσινες ενδείξεις που περικύκλωναν τη βελόνα του ταχύμετρου και στις άκρες ήταν αχνές. Στροφόμετρο δεν είχε (θυμάμαι όμως το ταξί που με πήγαινε σπίτι όταν έβρεχε, αν περίσσευαν λεφτά. Μια W123 που το ταχύμετρο έτρεμε στα λίγα χιλιόμετρα ανά ώρα σα να είχε Parkinson). Και τα νούμερα του οδομετρητή να κάνουν τη κυκλική ατέρμονη πασαρέλα τους, καθώς τα χιλιόμετρα προχωρούσαν. Όλα ήταν άσπρα, εκτός από το γρήγορο των εκατοντάδων μέτρων που ήταν πορτοκαλί. Δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες χιλιόμετρα... και συνέχεια... Και ο πανηγυρικός μηδενισμός και φτου και από την αρχή. Τους υαλοκαθαριστήρες που στη βροχή προσπαθούσαν και δίνανε ένα κελαηδιστό ρεφραίν στην προσμονή της άφιξης στον προορισμό.

Σε αυτή τη μυρωδιά του σιτεμένου πλαστικού με εσάνς πολλής τσιγαρίλας. Άσσο Super της κυρά Ρωξάνης και R6 του κυρ Γιάννη τότε. Ταξίδια... Τα περισσότερα Ξάνθη - Θεσσαλονίκη και πίσω. Πρωινά τα περισσότερα, αξημέρωτα μερικές φορές, για να γλιτώσουμε την κίνηση. Κοίτα να δεις από πού κόλλησα αυτό το συνήθειο... 

Όσο δεν υπήρχε φως, χάζεμα στα όργανα. Τα πράσινα φωτάκια του φλας, όταν θυμόταν ο κυρ Γιάννης να τα χρησιμοποιήσει όταν προσπερνούσε. Και ο ήχος του ρελαί του φλάς να δίνει ένα δικό του ρυθμό "κιου-τί, κιου-τί, κιου-τί".... Δύο συλλαβές και μια παύση μεταφραζόταν σε ένα βιαστικό 3/4α βαλς ρυθμό... Και το μαγευτικό βαθύ μπλε κυκλάκι πάνω κεντρικά. Απόκοσμο. "Η μεγάλη σκάλα", όταν ο δρόμος ήταν εντελώς άδειος.

Στο φως της ημέρας, οι διακεκομμένες γραμμές του δρόμου. Ένα παιχνίδι στο παιδικό μάτι, και η προσπάθεια να βρεθεί ένας ρυθμός εναρμόνισης με τα δέκατα του οδόμετρου. Και δεξιά το παίξιμο του ύψους της μπαριέρας. Να είναι δίπλα και σταθερά να ανεβοκατεβαίνει μετρώντας και αυτή το ταξίδι.

Το διάκτινο τιμόνι με το σήμα L στη μέση και τις δάφνες της British Leyland. Η τάπα της ασφάλειας της πόρτας σαν στρατιωτάκι που κρύβεται στην κρυψώνα του. Προφυλαγμένος και ασφαλής. Το ψυχρό χρωμιομένο πόμολο της πόρτας. Οι τάπες στις αναμονές των ανύπαρκτων προσκέφαλων, συχνό σημείο δαγκώματος στα μικρένια μου... Το ελάχιστο κενό μεταξύ καθισμάτων οδηγού - συνοδηγού που πολλές φορές, έλεγε η μάνα μου, "ζάρωνα το κεφάλι μου" και καμιά φορά με έπιανε ο ύπνος όταν επιστρέφαμε από τις ατελείωτες βραδιές ψαρέματος. Περιμένοντας τη μηχανή να ζεσταθεί και το βεντιλατέρ να φέρει στο μέτωπό μου το πολυπόθητο σα γλυκό χάδι ζεστό αεράκι μετά το μπούζι του μεσονύχτιου παράλιου αγιαζιού. Τόσο μου έπαιρνε για να κοιμηθώ.

Ήτανε κόκκινο το αμάξι μας και η πινακίδα έγραφε ΚΖ-3505. Πιο δίπλα ένα 5άρι και κάτω ένα μηδενικό. Είχε αγοραστεί κατόπιν παραίνεσης του Γερμανού γαμπρού από το σόι του πατέρα που είχε διαπιστευτήρια για το "βαρύ στιβαρό British σασί" και έψησε τον κυρ Γιάννη να δώσει 130.000 δραχμές εν έτει 1977 δυο χρόνια πριν έρθω στον κόσμο, και από Γερμανία να του φέρει ένα κόκκινο Austin Allegro 1.3 2ης γενιάς με 59 ταλαίπωρα άτια να δίνουν το χαρακτηριστικό τρέμολο σε οποιαδήποτε ταχύτητα άνω των 110 χμ/ω που σπάνια του δινόταν η εντολή να πιάνει.

Το "Άλλεγκρενς", παρατσούκλι του Allegro όπως το έλεγε ο κυρ Γιάννης ήταν ο κουβαλητής μας. Όχι ότι μας πήγε πολύ μακριά ή εξωτικά, αλλά σε αυτό έλαβαν χώρα τα πρώτα μου οδηγικά ερεθίσματα. Κάπως ζημιάρικο, δε μας άφησε ποτέ στο δρόμο πλην μιας φοράς με κομμένη ντίζα, αλλά είχε τα θεματάκια του. 

Το αμάξι μας είχε τις hydramatic αναρτήσεις (κάτι σαν υδραυλικό σύστημα), (κάτι που το έμαθα μόλις πριν 5 μήνες)... Αιωνίως είχε θέμα το υπόλοιπο σύστημα ανάρτησης και ιδίως τα top mounts που σαν ψεύτικα δεν άντεχαν τις κακουχίες των δρόμων των νωρίς-80s. Συν το ότι μεγάλο μέρος των χιλιομέτρων ήταν στην ορεινή Ξάνθη (όταν και ήταν εκπαιδευτικός σε Μειονοτικό σχολείο), τον καιρό ακόμα που υπήρχε μπάρα και έπρεπε να περάσεις έλεγχο και να έχεις ειδική άδεια για να μπεις στην περιοχή. Καρόδρομοι, βαρυχειμωνιές... Ταλαιπώρια.

Να 'ναι καλά ο Τζάστας στην Ξάνθη να παλεύει θεούς και δαίμονες με το σύστημα εξάτμισης. Στα υπόλοιπα ήταν "τίμιο" αν και πάντα τύγχανε ευνοϊκής μεταχείρισης όσον αφορά τα σέρβις του. Ο κυρ Γιάννης πάντα είχε και αυτό το mechanical sympathy που λέμε, ποτέ δε κακομεταχειριζόταν το αμάξι. Το κληρονόμησα και 'γω.

Στα μάτια μου, το μεταλλικό κυκλικό του τάσι μου τραβούσε την προσοχή για ένα περίεργο λόγο, με ταξίδευε. Με αυτό το αμάξι πέρασα μεγάλο διάστημα της ζωής μου ταξιδεύοντας. Ο κυριότερος προορισμός οι ατελείωτες θάλασσες (ο Γιάννης δήλωνε εκπαιδευτικός επίσημα, αλλά ψαράς στην καρδιά) και τα Ξάνθη - Θεσσαλονίκη τις γιορτές.

Τα σέρβις του γινόταν στην Καβάλα, στον Βαρδαβούλια. Θυμάμαι την κατηφορική είσοδο και τη σκοτεινή συνέχεια που μύριζε λαδίλα και λάστιχο, οι ήχοι και τα χτυπήματα των μηχανικών του συνεργείου να αντηχούν. Να με φοβίζουν, αλλά και να με συνεπαίρνουν ταυτόχρονα.

Κάπως σαν σοκ ήταν εκείνο το απόγευμα, μαθητούδι γυμνασίου πλέον τότε, που έμαθα τι σημαίνει "απόσυρση", "μάντρα" και πώληση αυτοκινήτου και τι από αυτά θα γίνει τελικά. Το Allegro έφευγε. Νέο αμάξι στον ορίζοντα.

Με κυρίευσε αμέσως η χαρά της απόκτησης ενός νέου Άγγλου (αλοίμονο), αλλά πάντα είχα μια δόση στεναχώριας να δω και πάλι το ΚΖ 3505 (κάτι που έγινε σε μια καλοκαιρινή βόλτα ποδηλατώντας). Ευτυχώς ξεπεράσαμε την ιδέα ενός Austin Montego και επικράτησε ένα Rover 416 GSi. Ξαφνικά τα μοντέλα είχανε όνομα, νούμερο και έκδοση με μικρά και μεγάλα γράμματα... Μα τα χρόνια εκείνα φύγανε. Εκείνα που ήμουν ... στο πίσω κάθισμα.
_________________________________________________

Περισσότερα από αυτά που εξιστορώ παραπάνω, τα θυμηθήκαμε μαζί με τον κυρ Γιάννη αρχές Δεκέμβρη του '19. Τη μέρα που σήμαινε λευτεριά για αυτόν, τότε που βγήκε από το νοσοκομείο μετά από ένα χειρουργείο, που του έμελλε να τον φέρει ένα μεγάλο βήμα πιο μακριά από μένα, 3 μήνες μετά. 

Εκεί στο γυρισμό από Πολύγυρο για Ν. Μαρμαρά στην κατηφόρα τον έπιασα τη κουβέντα, να ξαναθυμηθούμε αυτές τις λεπτομέρειες, να ξεχάσουμε τα τρεχάματα του νοσοκομείου και την ταλαιπωρία. Και πρώτη φορά έφτασα στο χωριό μια ώρα μετά, χωρίς να καταλάβω τίποτα. 

Ο Κυρ Γιάννης ήταν καταβεβλημένος, στη συνομιλία μας φωνή δε του έβγαινε καθάρια. Αλλά στην κουβέντα τον κατάφερα του θύμισα τα παλιά και έσκασε ένα δυο χαμόγελα, καθώς θυμόταν τις άπειρες θάλασσες, τις βόλτες για πικ νικ, τα ταξίδια μας με το Άλλεγκρενς και γενικότερα "τα παλιά"... όταν εγώ ήμουν στο πίσω κάθισμα.

Η αφεντομουτσουνάρα μου, κάπου στο 1985-1986. Το μάτι μου τραβάει η τάπα αναμονής προσκέφαλου στο κάθισμα και τα παραλληλόγραμμα μοτίβα ραψίματος γύρω της. Και τα 2 πακέτα τσιγάρα στο ταμπλώ. Αριστερά R6 του Γιάννη και δεξιά Άσσο super σε μαλακό κουτί της Ρωξάνης.

Κάπου στο 1982-83, στις αλυκές λίγο πριν το Πόρτο Λάγος, σε κλασσική ψαρο-παραλία που λέγαμε "καβουράκια" λόγω του πλούσιου της ποικιλίας ζωντανών οργανισμών στα νερά εκείνα κοντά στις εκβολές της Βιστωνίδας. Με τη μάνα...

1 σχόλιο: